- Γεφυραιοι
- Γεφυραῖοιοἱ гефиреи (афинский род финикийского происхождения, к которому принадлежали Гармодий и Аристогитон) Her., Diog.L.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Γεφυραίοι — Αρχαία φυλή από τη Φοινίκη που εγκαταστάθηκε στη Βοιωτία, όπου αναφέρεται και πόλη Γέφυρα. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, που αποτελεί και την κυριότερη πηγή για τους Γ., οι ίδιοι έλεγαν ότι κατάγονταν από την Ερέτρια. Οι Γ. αναγκάστηκαν να… … Dictionary of Greek
Pontifex — Der Pontifex (griechisch: ἀρχιερεύς, archiereus) war im römischen Reich ein sakraler Beamter (ungenau als Priester bezeichnet). Die Pontifices waren in einem Gremium, dem Collegium pontificum zusammengefasst. Das Pontifikalkollegium war diejenige … Deutsch Wikipedia
Γεφυρείς — Αρχαίος δήμος της Αττικής, κοντά στην Ιερά Οδό, που τον αποτελούσαν γηγενείς Αθηναίοι. Οι κάτοικοι του δήμου είναι άσχετοι με τους Γεφυραίους (βλ. λ. Γεφυραίοι) … Dictionary of Greek
Γεφυραίοις — Γεφυραί̱οις , Γεφυραῖοι masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γεφυραίους — Γεφυραί̱ους , Γεφυραῖοι masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γεφυραίων — Γεφυραί̱ων , Γεφυραῖοι masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)